ἀχάτῃ

ἀχάτῃ
ἀχάτης
agate
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Θήβας — Το Μουσείο της Θήβας (Θρεψιάδου 1, πλατεία Κεραμοπούλου) στεγάζει μια αντιπροσωπευτική συλλογή ευρημάτων του νομού Βοιωτίας, που καλύπτουν χρονικά όλη την περίοδο της πλούσιας προϊστορίας και ιστορίας αυτού του σημαντικού για την ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • Σίβυλλα — I Βασίλισσα της Ιερουσαλήμ. Έζησε το 12o αι. μ.Χ. Κόρη του βασιλιά της Ιερουσαλήμ Αμαλάριχου A’, παντρεύτηκε αρχικά το Γουλιέλμο Μομφερατικό, μετά το θάνατο του οποίου, παντρεύτηκε το δυνάστη Γουίδονα Λουζινιάν της Κύπρου, τον οποίο ανακήρυξε… …   Dictionary of Greek

  • αιματοαχάτης — και αιμαχάτης, ο (Ορυκτ.) είδος αχάτη* με κόκκινες φλέβες …   Dictionary of Greek

  • αμέθυστος — Παραλλαγή του ορυκτού χαλαζία (SiO2) με ιώδες χρώμα. Χρησιμοποιήθηκε από τα αρχαιότατα χρόνια ως πολύτιμος λίθος (ο ανατολικός α. είναι παραλλαγή το ορυκτού κορουνδίου, AlO3). Τα πιο αξιόλογα κοιτάσματα αμέθυστου βρίσκονται στα Ουράλια Όρη, στη… …   Dictionary of Greek

  • δενδρόφυτος — η, ο (AM δενδρόφυτος, ον) (για τόπους) κατάφυτος, δενδροφυτεμένος αρχ. «πέτρα δενδρόφυτος» είδος αχάτη με κλαδωτές γραμμές στην επιφάνεια …   Dictionary of Greek

  • ιασπαχάτης — ἰασπαχάτης, ὁ (Α) ίασπις που μοιάζει με αχάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίασπις + αχάτης] …   Dictionary of Greek

  • κηραχάτης — κηραχάτης, ὁ (Α) είδος αχάτη λίθου με κέρινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + ἀχάτης] …   Dictionary of Greek

  • κύπελλο — Αγγείο σε σχήμα κάλυκα άνθους, με λαβές ή χωρίς λαβές, με κυκλικό στόμιο και πόδι. Αντικείμενο πανάρχαιο, γνωστό από τη νεολιθική εποχή, εμφανίζεται σε ανεπτυγμένη μορφή στον μινωικό και κυρίως στον μυκηναϊκό πολιτισμό, οπότε δημιουργήθηκαν… …   Dictionary of Greek

  • λεονταχάτης — λεονταχάτης, ου, ὁ (Μ) τύπος αχάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + ἀχάτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”